«ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ Ν.Δ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»

Ανακοινώσεις

«ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ Ν.Δ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» Το Μάρτη του 2004 όταν η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας η Ελλάδα: • Απολάμβανε το σεβασμό της διεθνούς κοινότητας. Διέθετε υψηλό κύρος και συμμετείχε στον κεντρικό πυρήνα της Ε.Ε. Αναγνωριζόταν ως χώρα - πρότυπο στην ευρύτερη περιοχή της. • Είχε τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση – 4,7 % το 2003 • Είχε στη διάθεσή της ένα τεράστιο αναπτυξιακό απόθεμα από το Γ’ Κ.Π.Σ. Συνολικά πάνω από 25 δις. € (8,5 τρις δρχ.) ήταν διαθέσιμα για αξιοποίηση την τετραετία 2004 – 2008 • Ήταν έτοιμη να πραγματοποιήσει με επιτυχία τους Ολυμπιακούς Αγώνες. • Εφάρμοζε νέες μεθόδους οργάνωσης στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Η Ν.Δ. αντί να προχωρήσει μπροστά και να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες επέλεξε να κοιτάξει πίσω και να «αλλάξει το παρελθόν». Αντί να εκμεταλλευτεί τη μεγάλη κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων, τη μεγαλύτερη δυνατή προβολή που θα μπορούσε να έχει μία χώρα, κατασκεύασε την «απογραφή» με την οποία διέλυσε τα δημόσια οικονομικά, επιτέθηκε στην επιχειρηματικότητα αλλά και την Ε.Ε. με τον «βασικό μέτοχο», ανέστειλε την εφαρμογή του αναπτυξιακού νόμου και διέλυσε τον κατασκευαστικό κλάδο με την απραξία της στον τομέα των μεγάλων έργων. Έτσι βύθισε την πραγματική οικονομία επιχειρώντας να μεταθέσει τις ευθύνες για την καταστροφική της πολιτική, στο ΠΑΣΟΚ. Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της Ν.Δ. καταρρέει. Καταρρέει, διότι η Νέα Δημοκρατία αποδείχτηκε ανίκανη, ανειλικρινής, υποκριτική και αναξιόπιστη απέναντι στους πολίτες που βιώνουν το ζοφερό κλίμα της οικονομίας, στην καθημερινότητα τους. Καταρρέει, διότι η στρατηγική της στηρίχτηκε σε επικοινωνιακά τερτίπια με την ψευδαίσθηση ότι η διαχείριση των οικονομικών δεν είναι τίποτε παραπάνω από τη κατασυκοφάντηση του έργου της προηγούμενης κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την αδιαφάνεια για τα τρέχοντα καυτά θέματα. Σήμερα, η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από την πετρελαϊκή κρίση, παρακολουθώντας τη αμέτοχη, και χρησιμοποιώντας τη ως άλλοθι, για να κρύψει την ανικανότητα της να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, που εν πολλοίς η ίδια δημιούργησε με την ανερμάτιστη πολιτική της. Ήρθαν στην εξουσία με γαλαντόμες υποσχέσεις, τις οποίες ξέχασαν στην πορεία και σήμερα επαγγέλλονται «μεταρρυθμίσεις», που δεν είναι τίποτε άλλο από τη διευθέτηση συμφερόντων των μεγάλων, σε βάρος των μικρομεσαίων και των εργαζομένων, χωρίς σχέδιο και χωρίς αναπτυξιακή προοπτική. Ας υπενθυμίσουμε ορισμένα τρανταχτά παραδείγματα των υποσχέσεων της ΝΔ που πολύ γρήγορα αναιρέθηκαν. • Υποσχόταν, ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα επιταχύνονταν, με τον μέσο όρο της τετραετίας τουλάχιστον 5%. Αντί αυτού, σήμερα μειώνει την πρόβλεψή της για ρυθμό ανάπτυξης 3,9% για το 2005, στο 3,5%, ενώ οι τρέχουσες προβλέψεις δείχνουν επιβράδυνση στο 3,2%. • Υποσχόταν, ότι ο πληθωρισμός το 2005 θα έπεφτε στο 3%. Αντί αυτού, σήμερα ο πληθωρισμός προσεγγίσει το 4% και τα νοικοκυριά στενάζουν κάτω από τον ζυγό της ακρίβειας, η ανασφάλεια εντείνεται και η αγορά δρα ανεξέλεγκτη. • Υποσχόταν, ότι οι συντάξεις του ΟΓΑ θα διαμορφώνονταν στα 320 ευρώ από τα 200 που ήταν το 2004. Δηλαδή μέση αύξηση 33 ευρώ το χρόνο. Η φετινή αύξηση ήταν μόλις 12 ευρώ, ενώ η αύξηση για το 2006 αναφέρεται ότι δεν θα ξεπερνά τα 15 ευρώ. Η απόκλιση της διετίας θα είναι 45%. • Υποσχόταν ότι το ΕΚΑΣ θα διαμορφώνονταν στα 230 ευρώ, από 140 ευρώ το 2004. Η αύξηση του 2005 ήταν από 2,5 έως 8 ευρώ και για το 2006 αναφέρεται αύξηση 9-10 ευρώ. Η απόκλιση της διετίας θα είναι της τάξης του 60% έναντι των υποσχέσεων. ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ Οι διαρθρωτικές αλλαγές που επαγγέλλεται η Νέα Δημοκρατία είναι ψευδεπίγραφες. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα επικοινωνιακό τέχνασμα που το χρησιμοποιεί για να συγκαλύψει την παταγώδη αποτυχία της στην οικονομική πολιτική, και ιδιαίτερα την δημοσιονομική, καθώς και τα τεράστια σφάλματα που εξέθεσαν τη χώρα, όπως η «δημοσιονομική απογραφή» και ο «βασικός μέτοχος». Η Ελλάδα προφανώς χρειάζεται μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές, που θα βελτιώνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, θα ενισχύουν το θεσμικό πλαίσιο ελέγχου των αγορών, θα αναβαθμίζουν το επίπεδο της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής επιμόρφωσης, θα προωθούν την επιχειρηματικότητα, θα βελτιώνουν την καθημερινότητα των πολιτών. Έναντι αυτών, η Νέα Δημοκρατία βαφτίζει «μεταρρυθμίσεις» σημειακές παρεμβάσεις που φορτώνουν τον κρατικό προϋπολογισμό με πρόσθετα βάρη, επιβαρύνουν τους πολίτες και αποδιαρθρώνουν τις εργασιακές σχέσεις. Η κυβέρνηση αρέσκεται στο να αποκαλεί «μεταρρυθμίσεις» ένα πρόχειρα κατασκευασμένο συνοθύλευμα μέτρων και μια σκληρή πολιτική αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος των ασθενέστερων. Τα παραδείγματα είναι άφθονα : • Το ασφαλιστικό Τραπεζών. Μια νομοθετική ρύθμιση που μεταφέρει τα βάρη των τραπεζών στις πλάτες των ασφαλισμένων του ΙΚΑ και των φορολογουμένων. • Η εθελούσια έξοδος στον ΟΤΕ. Μια κοινωνική πρόκληση, που ο ίδιος ο κ Βουρλούμης χαρακτήρισε ως «πολύ ακριβή λύση», η οποία επίσης μεταφέρεται στις πλάτες των φορολογουμένων. • Το νέο ωράριο των καταστημάτων, το οποίο τους μόνους που φαίνεται να ωφελεί είναι οι «μεγάλες αλυσίδες» και τα πολυκαταστήματα, σε βάρος των μικρομεσαίων. Ένα ωράριο που είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ανακατανομή του τζίρου υπέρ των μεγάλων αλυσίδων και θα αυξήσει την ανεργία. • Η νομοθετική ρύθμιση για τις υπερωρίες, που μειώνει τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων και αυξάνει ισόποσα τα κέρδη των επιχειρήσεων. Είναι φανερό πως η Νέα Δημοκρατία θεωρεί ότι το κόστος εργασίας, ευθύνεται για την σχετικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτή η σκληρή δεξιά αντίληψη, την καθοδηγεί σε «λύσεις» που μειώνουν τα εισοδήματα των εργαζομένων και διευρύνουν την ψαλίδα μεταξύ των ευνοημένων στρωμάτων της κοινωνίας και των ασθενέστερων. ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ Παταγώδης είναι η αποτυχία της κυβέρνησης της ΝΔ στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Αναθεώρησε τις προβλέψεις της για το έλλειμμα πέντε φορές μέσα σε εννέα μήνες (2,95%, 3,6%, 4,3%, 5,1%, 6,1%) και τώρα στο 6,5 % επιχειρώντας να χρεώσει το ΠΑΣΟΚ με την εξέλιξη αυτή της δικής της κυβερνητικής θητείας. Το τελικό ύψος του ελλείμματος του 2004 δεν είναι ακόμη γνωστό, αφού η κυβέρνηση που «αποκατέστησε την αξιοπιστία της χώρας» στα κοινοτικά όργανα, ακόμη δεν έχει καταφέρει να πείσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ορθότητα των στοιχείων που έχει δώσει. Έτσι σήμερα, βρισκόμαστε στα πρόθυρα της σύνταξης του νέου προϋπολογισμού χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε το έλλειμμα του προηγούμενου έτους. Πρόκειται για πρωτοφανές δείγμα αναξιοπιστίας και αδιαφάνειας στα δημοσιονομικά χρονικά της χώρας. ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ Ας έρθουμε όμως στα δεδομένα του «πρώτου αξιόπιστου προϋπολογισμού». Για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά της χώρας οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης απέναντι στα κοινοτικά όργανα μέσω του Προγράμματος Σταθερότητας, διαφέρουν ριζικά απ’ τις δεσμεύσεις απέναντι στη Βουλή των Ελλήνων, όπως αυτές προκύπτουν από τον Προϋπολογισμό. Έναν Προϋπολογισμό, που κατατέθηκε στη Βουλή τον Δεκέμβριο και προέβλεπε μείωση του ελλείμματος στο 2,8%. Δύο μήνες αργότερα η κυβέρνηση δεσμεύτηκε για τελείως διαφορετικούς δημοσιονομικούς στόχους απέναντι στα όργανα της Ε.Ε., ανεβάζοντας μεταξύ άλλων το στόχο του ελλείμματος στο 3,6%, χωρίς ποτέ να ενημερώσει τη Βουλή, γεγονός που αποτελεί άνευ προηγουμένου Συνταγματική εκτροπή. Αυτή η κίνηση από μόνη της προσδιορίζει το βαθμό της ασυνέπειας, της αναξιοπιστίας και της αδιαφάνειας, που χαρακτηρίζει τη σημερινή κυβέρνηση. Μια κυβέρνησης που προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία είχε σηκώσει τη σημαία της συνέπειας, της αξιοπιστίας και της διαφάνειας. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ - ΕΣΟΔΑ – ΔΑΠΑΝΕΣ Οι φορολογικές ρυθμίσεις της Ν.Δ. είναι εργαλεία αναδιανομής του εθνικού πλούτου υπέρ των οικονομικά ισχυρών. • Η μείωση των φορολογικών συντελεστών στα διανεμόμενα κέρδη των επιχειρήσεων συνιστά προκλητική μεταχείριση υπέρ των πλουσίων, ενώ έχει σαφώς αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα με την ταυτόχρονη κατάργηση του αφορολογήτου αποθεματικού. Οι απώλειες των εσόδων του Δημοσίου από τη ρύθμιση αυτή ύψους 1δισ. ευρώ, επιχειρείται ν’ αντισταθμιστούν από την αύξηση των τελών κυκλοφορίας κατά 15%, την αύξηση της φορολογίας στα ποτά και στα τσιγάρα χαμηλής τιμής και την αύξηση του ΦΠΑ κατά 1 μονάδα, που νομοθετικά επέβαλε η Νέα Δημοκρατία. Η διαφαινόμενη αύξηση των τιμών των εισιτηρίων στις Αστικές συγκοινωνίες, μαζί με την αύξηση των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων και την επιβολή ΦΠΑ στα ακίνητα θα ενισχύσουν τη φορολογική επιδρομή στα λαϊκά εισοδήματα. Πέρα όμως απ’ την ανειλικρίνεια, υπάρχει και η ανικανότητα κυβέρνησης. • Τα φορολογικά έσοδα του επταμήνου σημειώνουν άνοδο μόλις 3,5% έναντι του επταμήνου 2004, ενώ ο στόχος είναι 11,4%. Έτσι η μέχρι τώρα υστέρηση εσόδων αντιστοιχεί σε περίπου 2 δις. ευρώ, ενώ, αν συνεχιστεί η ίδια πορεία μέχρι το τέλος του έτους, η υστέρηση θα είναι της τάξης των 3,3 δισ. ευρώ. Τα έσοδα του 7-μήνου από ΦΠΑ, κινούνται με αρνητικό ρυθμό -1,8% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκαν οι συντελεστές κατά μια ποσοστιαία μονάδα και με το ονομαστικό ΑΕΠ αυξάνεται περίπου 7%. Η πορεία των εσόδων αποτελεί μία πρωτοφανή αποτυχία, η οποία μεταξύ άλλων καταδεικνύει τα επίχειρα της αποδιοργάνωσης των εισπρακτικών μηχανισμών, που έγινε στο πνεύμα της «επανίδρυσης του φαύλου κράτους», αλλά και δυσπραγία στην αγορά. Προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειες εσόδων, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε τεχνητή και προφανώς μη διατηρήσιμη συγκράτηση δαπανών. Συγκεκριμένα: • Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων παρουσιάζει στο επτάμηνο μείωση πάνω από 40% (-40,8%), έναντι στόχου 15,4%. Έτσι, το πρώτο θύμα της δημοσιονομικής ανικανότητας, είναι οι υποδομές και οι επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, όπου στο σκέλος των δαπανών παρατηρείται απορροφητικότητα επταμήνου μόλις 35%. Δυστυχώς, η έλλειψη πληροφόρησης και διαφάνειας στις περικοπές του Π.Δ.Ε. δεν επιτρέπει να είμαστε πιο συγκεκριμένοι σ’ αυτό το στάδιο. • Οι πρωτογενείς δαπάνες φαίνεται προς το παρόν να κινούνται εντός του ετήσιου στόχου (4,9%), παρουσιάζοντας αύξηση 2,6%. Υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις, ότι πρόκειται για μια τεχνητή συγκράτηση, η οποία δεν μπορεί να διατηρηθεί μέχρι το τέλος του έτους. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι δαπάνες της τάξης τουλάχιστον 650 εκατομμυρίων ευρώ, που σήμερα συγκρατούνται τεχνιτά, θα πρέπει να εκταμιευτούν κατά τη διάρκεια του έτους. Αυτές αφορούν επιχορηγήσεις στο ΝΑΤ (100 εκατ.), την τριμερή χρηματοδότηση των ταμείων (150 εκατ.), μεταφορές μαθητών (40 εκατ.), καταβολή δεδουλευμένων σε αναπληρωτές δασκάλους και καθηγητές (50 εκατ.), ΟΓΑ (100-150 εκατ.), συμβατικές υποχρεώσεις για έργα που έχουν αποπερατωθεί (150 εκατ.) κ.λ.π.. Δυστυχώς όμως, ακόμη και το γεγονός ότι οι καθιερωμένοι μηνιαίοι πίνακες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους πρόσφατα αντικαταστάθηκαν με ασαφή κείμενα ανακοινώσεων, είναι ενδεικτικό της αμηχανίας στην οποία έχει περιέλθει η κυβέρνηση της «διαφάνειας» γύρω από την περίφημη συγκράτηση των δαπανών. ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΑΛΧΗΜΕΙΕΣ Πέραν όμως των παραπάνω, η κυβέρνηση καταφεύγει και σε μεθόδους που η ίδια ως αντιπολίτευση κατήγγειλε με δριμύτητα, ως «λογιστικές αλχημείες» και «δημιουργική λογιστική». Ένα πρώτο παράδειγμα είναι η προαναγγελθείσα τιτλοποίηση οφειλών παρελθόντων ετών προς το δημόσιο, ύψους 1,7-1,9 δις. ευρώ για το 2004 και περίπου 1,3 δις. ευρώ για το 2005 και για τις οποίες έχουμε καταθέσει ερώτηση προς τον υπουργό Οικονομικών προκειμένου να ενημερωθεί η Βουλή. Το ερώτημα που γεννάται με τη χρήση του «επάρατου» αυτού εργαλείου, είναι σε ποια έτη θα καταγραφούν αυτά τα έσοδα. Στα έτη που προέκυψαν (εθνικολογιστική βάση) ή στα έτη που θα εισπραχθούν (ταμειακή βάση); Το ερώτημα είναι εύλογο γιατί η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τους λογιστικούς κανόνες ανάλογα με το τι την συμφέρει. Ας θυμηθούμε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις: • Προκειμένου να διογκώσει τα έσοδα από ΦΠΑ το 2004, άλλαξε τον προηγούμενο νόμο και κατέγραψε τα έσοδα ΦΠΑ Δεκεμβρίου 2003, ως έσοδα 2004, επειδή εισπράχτηκαν τότε. Εκεί προτίμησε την ταμειακή βάση. • Στις αμυντικές δαπάνες που ήταν στο επίκεντρο της απογραφής, προτίμησε πάλι την ταμειακή βάση, γιατί έτσι την βόλευε χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες για τη χώρα. • Στην περίπτωση των χρεών των νοσοκομείων, άλλαξε γνώμη γιατί έτσι την βόλευε. Έτσι, η εξόφληση των χρεών καταχωρήθηκε ως δαπάνες παρελθόντων ετών (2001-2003), δηλαδή σε εθνικολογιστική βάση. Βέβαια, η υπόθεση καταγραφής εκκρεμεί με την Eurostat, η οποία προσπαθεί να καταλάβει ποια λογιστική μέθοδο θέλει να χρησιμοποιεί η χώρα. • Περιττό βέβαια να πούμε ότι η δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης είναι να χρησιμοποιήσει τα έσοδα της τιτλοποίησης ως τακτικά έσοδα του 2005, επανερχόμενη δηλαδή στην ταμειακή βάση. Αν αυτό συμβεί, θα έχουμε ένα ακόμη παράδειγμα πολιτικής ασυνέπειας. Ένα δεύτερο παράδειγμα, είναι η μέσω swap μεταφορά τόκων ύψους 400 εκατ. ευρώ στο μέλλον. Και γι’ αυτό το θέμα έχουμε καταθέσει ερώτηση και αίτηση κατάθεσης εγγράφων, προκειμένου να ενημερωθεί η Βουλή. Είναι περιττό να υπενθυμίσω το τι έχει ειπωθεί από τη Ν.Δ. ως αντιπολίτευση, για τη χρήση αυτών των εργαλείων. Η συμπεριφορά της αποτελεί το αποκορύφωμα της πολιτικής υποκρισίας. Αν υποθέσουμε ότι η Eurostat συμφωνήσει στην εγγραφή του προϊόντος της τιτλοποίησης στα φετινά έσοδα, τότε, μαζί με την μεταφορά τόκων θα υπάρξει μια πρόσκαιρη μείωση των ελλειμμάτων περίπου 1,2%-1,5% επί του ΑΕΠ. Αυτά όμως δεν αποτελούν ούτε μόνιμη βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, ούτε περιορισμό της σπατάλης του δημοσίου, από την οποία θα προέκυπταν εξοικονομήσεις 10 δις.Ευρώ. Η κυβέρνηση απλώς εμπαίζει τον ελληνικό λαό. Γ΄ ΚΠΣ – ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΝΟΜΟΣ Το Γ’ ΚΠΣ, μετά από ένα δύσκολο ξεκίνημα, επιταχυνόταν δυναμικά με ρυθμό ετήσιας αύξησης της τάξης του 30-40%. Ο σχεδιασμός ήταν τέτοιος ώστε το Γ’ ΚΠΣ θα έπαιρνε τη σκυτάλη των Ολυμπιακών Αγώνων, εξασφαλίζοντας πως η επενδυτική προσπάθεια του Κράτους, θα συνεχιζόταν αμείωτη. Συνολικά, άνω των 25 δις € (5 φορές το κόστος των Ολυμπιακών έργων) ήταν διαθέσιμα προς αξιοποίηση την πενταετία 2004-2008. Η ΝΔ απέτυχε παταγωδώς στον διακηρυγμένο στόχο της για την επιτάχυνση του Γ’ ΚΠΣ. Αντιθέτως, το 2004 ήταν η πρώτη χρονιά που το Γ’ ΚΠΣ σημείωσε πτώση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η πτώση αυτή συνεχίστηκε και το Α’ εξάμηνο του 2005 (-25% σε σχέση με πέρυσι). Για την ακρίβεια, το Α’ εξάμηνο του 2005 σημειώθηκε χειρότερη επίδοση και από αυτήν του 2002! Η δεινή αυτή κατάσταση αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες πόρων στο τέλος του 2005 που αποφεύχθηκαν πέρυσι λόγω εξαιρέσεων που χορήγησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ενδεικτικό του αδιεξόδου στο Γ’ ΚΠΣ είναι το γεγονός ότι η Κυβέρνηση οδηγείται σε νέα αναθεώρηση, αναιρώντας την αναθεώρηση που η ίδια διενήργησε πέρυσι και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο. Η αναθεώρηση αυτή θα πραγματοποιηθεί με καθαρά λογιστική αντίληψη και αποκλειστικό κριτήριο την απορρόφηση, εις βάρος του αναπτυξιακού αποτελέσματος. Έτσι ακριβώς είχε χειριστεί η ΝΔ και το Α’ ΚΠΣ, γεγονός που οδήγησε στα αναπτυξιακά αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε (μηδενικοί έως αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης). Πενιχρά είναι και τα αποτελέσματα του αναπτυξιακού νόμου. Η κυβέρνηση με συνεχείς ανακοινώσεις εντυπωσιασμού δίνει στοιχεία υποβολής αιτήσεων στο νέο αναπτυξιακό νόμο. Από την έναρξη ισχύος του νέου αναπτυξιακού νόμου και μέχρι 28/8/2005 είχαν υποβληθεί συνολικά (στα Υπουργεία Οικονομίας και Ανάπτυξης) 483 προτάσεις ένταξης ύψους 1267,8 εκατ. ευρώ με αιτούμενη επιχορήγηση 523,4 εκατ. ευρώ. Από αυτές εγκρίθηκαν 134 προγράμματα επενδύσεων, ύψους 232 εκατ. ευρώ, με συνολική επιχορήγηση 101,25 εκατ. ευρώ οι οποίες προβλέπεται ότι θα δημιουργήσουν 1247 νέες θέσεις εργασίας. Οι επιδόσεις αυτές υστερούν από αυτές του Ν.2601/98 παρά την παροχή κινήτρων σ’ ένα ευρύ (ευρύτερο από αυτά που προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος) επενδυτικών δραστηριοτήτων και την αύξηση του μέσου ποσοστού ενίσχυσης από 31% σε 42%. Ειδικότερα στο Ν.2601/98 υποβαλλόταν μέχρι 31/12/03 κατά μέσο όρο 623 προγράμματα επενδύσεων το χρόνο, συνολικού κόστους 957 εκατ. ευρώ που ζητούσαν ενίσχυση 301 εκατ. ευρώ και προέβλεπαν τη δημιουργία 8340 νέων θέσεων απασχόλησης. Κατά μέσο όρο εγκρίνονταν 517 προγράμματα επενδύσεων το χρόνο, συνολικού κόστους 561 εκ. ευρώ, αιτούμενης επιχορήγησης 185 εκ. ευρώ που θα δημιουργήσουν 4537 νέες θέσεις απασχόλησης. Στοιχεία και Δείκτες για τη κατάσταση της αγοράς και το κλίμα που διαμορφώνεται • Οι ακάλυπτες επιταγές και οι απλήρωτες συναλλαγματικές εκτινάχτηκαν στα 942 εκατ. Ευρώ τον Ιούλιο του 2005.Οι ακάλυπτες επιταγές παρουσίασαν αύξηση 112,66% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2004 ενώ οι απλήρωτες συναλλαγματικές αυξήθηκαν σε ποσοστό 29,94% . • Ο όγκος των λιανικών πωλήσεων τον Ιούνιο παρουσίασε αύξηση κατά 3,9% έναντι του Ιουνίου του 2004, έναντι αύξησης 5% Ιουνίου 2004 προς 2003. Στο εξάμηνο Ιανουάριος – Ιούνιος 2005 ο όγκος λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε κατά 3,6% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2004. • Ο γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής, εμφάνισε μείωση της τάξης του 2,3% τον Ιούνιο, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό, με τον δείκτη παραγωγής μεταποιητικών βιομηχανιών να παρουσιάζει μείωση κατά 3%. • Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος, υποχώρησε τον Ιούνιο στις 83,3 μονάδες από 86,5 που ήταν το Μάιο, που είναι η χαμηλότερη τιμή των δύο τελευταίων ετών. (102 το 2004) • Στη Βιομηχανία ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών μειώθηκε τον Ιούνιο στις 92 μονάδες, που είναι η χαμηλότερη τιμή που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια στις Έρευνες Οικονομικής Συγκυρίας. • Στις Κατασκευές, επανεμφανίστηκαν οι πτωτικές τάσεις μετά από τη πρόσκαιρη βελτίωση του Μαΐου. • Στο Λιανικό Εμπόριο, επίσης σημειώθηκε υποχώρηση του Δείκτη – από 106,1 μονάδες το Μάιο σε 104,7 μονάδες τον Ιούνιο, εξ αιτίας μετριοπαθέστερων προβλέψεων για τις πωλήσεις, ενώ μείωση σημειώνεται και στις Υπηρεσίες από 97,7 μονάδες το Μάιο σε 95 μονάδες τον Ιούνιο όπου διατυπώνεται προβληματισμός για την επάρκεια της ζήτησης. • Ο Δείκτης Εμπιστοσύνης Καταναλωτών παρουσιάζει (μετά από μικρή βελτίωση το Μάιο) μείωση προσεγγίζοντας το χαμηλότερο επίπεδο του από τα τέλη του 2003. Την ίδια περίοδο ο αντίστοιχος Δείκτης στην ΕΕ παρέμεινε αμετάβλητος με αποτέλεσμα να διευρυνθεί η απόσταση ανάμεσα στον ελληνικό δείκτη και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.